κεφαλοφόρος

κεφαλοφόρος
-ο
1. αυτός που έχει κεφαλή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. τα κεφαλοφόρα
κατηγορία ασπόνδυλων μαλακίων στα οποία είναι εμφανής η χωριστή κεφαλή, σε αντίθεση προς τα ακέφαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -φόρος (< φέρω). Η λ. κεφαλοφόρα (μαλάκια) μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”